Verbs: enrober: to coat something with...."boulangeries qui enrobaient de sucre les mauvais nouvelles de la météo." malmener: manhandle. faciliter: to make easier. annuler: to cancel
" Μέχρι και η νύχτα απόψε δάκρυσε σαν παιδί και ήπιε μαζί μου ως το πρωί. Της μίλησα για σένα και πάνω μου έγειρε έγινε λιώμα και έφυγε, έγινε λιώμα και έφυγε…"
Comments
Post a Comment